διωνυμος

διωνυμος
    διώνυμος
    δι-ώνῠμος
    I
    2
    [δίς] двухименный, носящий два имени или называемый вместе
    

(διώνυμοι θεαὴ Περοέφασσα καὴ Δαμάτηρ Eur.)

    II
    2
    [διά] широко известный, прославленный
    

(εὐτυχία Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διωνυμος" в других словарях:

  • διώνυμος — with two names masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώνυμος — η, ο (AM διώνυμος, ον) αυτός που έχει δύο ονόματα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο τής πρόσθεσης ή τής αφαίρεσης αρχ. διάσημος, περίφημος …   Dictionary of Greek

  • διώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο ονόματα: Η διώνυμη βασίλισσα Μαρία Θηρεσία. 2. το ουδ. ως ουσ., διώνυμο αλγεβρική παράσταση που αποτελείται από δύο μονώνυμους όρους: Διώνυμο του Νεύτωνα. – Διαφορικά διώνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διωνύμως — διώνυμος with two names adverbial διώνυμος with two names masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώνυμον — διώνυμος with two names masc/fem acc sg διώνυμος with two names neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωνύμου — διώνυμος with two names masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωνύμους — διώνυμος with two names masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωνύμων — διώνυμος with two names masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώνυμα — διώνυμος with two names neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώνυμοι — διώνυμος with two names masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»